βρίθουσαν

βρίθουσαν
βρί̱θουσαν , βρίθω
to be heavy
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταφυλή — η, ΝΜΑ 1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.) 2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”